- πλεονέκτημα
- πλεονέκτημαadvantageneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλεονέκτημα — το ΝΜΑ [πλεονεκτώ]·1. το να πλεονεκτεί κάποιος ή κάτι, όφελος, κέρδος (α. «η πρότασή του παρουσιάζει πλεονεκτήματα» β. «τῆς πυλαίας δ ἐπεθύμουν καὶ τῶν ἐν Δελφοῑς, πλεονεκτημάτων δυοῑν...», Δημοσθ.) 2. προσόν, υπεροχή ως προς κάποιο σημείο,… … Dictionary of Greek
πλεονέκτημα — το, ατος 1. κέρδος, όφελος: Αυτή η λύση έχει περισσότερα πλεονεκτήματα. 2. υπεροχή, αρετή, προτέρημα: Είναι άνθρωπος με πολλά πλεονεκτήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλεονέκτημ' — πλεονέκτημα , πλεονέκτημα advantage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτημάτων — πλεονέκτημα advantage neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτήμασι — πλεονέκτημα advantage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτήμασιν — πλεονέκτημα advantage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτήματα — πλεονέκτημα advantage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτήματι — πλεονέκτημα advantage neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτήματος — πλεονέκτημα advantage neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek